- Τριτωνίδας
- Τρῑτωνίδας , ΤριτωνίςTritonisfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση … Dictionary of Greek
Κάφαυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμφιθέμιδα και της Τριτωνίδας νύμφης, αδελφός του Νασάμωνα. Σκότωσε τον Αργοναύτη Κάνθο, που επιχείρησε να αρπάξει τα κοπάδια του … Dictionary of Greek